πρωτοεπιστάτης

πρωτοεπιστάτης
ο, Ν
εκκλ. βλ. πρωτεπιστάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωτεπιστάτης — και πρωτοεπιστάτης, ο, Ν εκκλ. ο προϊστάμενος τών επιστατών, ο πρώτος από τους τέσσερεις ηγουμένους επιστάτες τού Αγίου Όρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + επιστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”